- καλοστρατίζω
- καλοστράτισα, καλοστρατισμένος, κάνω κάποιον να ακολουθήσει καλή στράτα, τον οδηγώ στον ίσιο δρόμο: Αυτό το σημάδι μάς καλοστράτισε και φτάσαμε νωρίς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.